Ο Solomon Robert Guggenheim – 2 Φεβρουάριου 1861/ 3 Νοεμβρίου 1949- ήταν ένας Αμερικανός επιχειρηματίας και συλλέκτης έργων τέχνης που έγινε ευρύτερα γνωστός για την ίδρυση του ομώνυμου ιδρύματος και μουσείου στην Νέα Υόρκη. Ξεκίνησε να συλλέγει έργα τέχνης παράλληλα με τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες το 1890, ενώ το 1919 μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην συλλογή του αφήνοντας κάθε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα. Επηρεασμένος από την φίλη του και καλλιτέχνη Hilla von Rebay έστρεψε την προσοχή του στα έργα μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης δημιουργώντας τελικά μια σημαντικότατη συλλογή κατά τη δεκαετία του ΄30 και ανοίγοντας το πρώτο του μουσείο το 1939.
Το 1930 μαζί με την Hilla von Rebay επισκέφτηκε το studio του Wassily Kandinsky στο Dessau στη Γερμανία και αποφάσισε να στηρίξει τον καλλιτέχνη αγοράζοντας τα έργα του. Το ίδιο έτος ξεκίνησε να εκθέτει στο κοινό την μικρή ακόμα συλλογή του, στο διαμέρισμα του στο Plaza Hotel στη Νέα Υόρκη ενώ την «εμπλουτίζει» αγοράζοντας έργα των Rudolf Bauer, Marc Chagall, Fernard Leger Laszlo Moholy-Nagy.
Το 1937 ο Guggenheim ίδρυσε το Ίδρυμα Solomon R. Guggenheim με σκοπό να προωθήσει την μοντέρνα τέχνη και την εκτίμηση του κοινού σε αυτήν και λίγο αργότερα μαζί με τηνHilla von Rebay δημιούργησε έναν τόπο συνάντησης και έκθεσης της συλλογής το «Μουσείο της Αφηρημένης Τέχνης» στη Νέα Υόρκη. Με την καθοδήγηση της Hilla von Rebay επιδίωξε να συμπεριλάβει και να αναδείξει τα πιο σημαντικά παραδείγματα «αφηρημένης τέχνης» της εποχής του και έως το 1948 η συλλογή περιελάμβανε ένα ευρύ φάσμα έργων εξπρεσιονισμού και σουρεαλισμού καλλιτεχνών όπως ο Paul Klee, ο Oskar Kokoschka και ο Joan Miro. Στις αρχές του 1940 η ανάγκη για έναν μόνιμο χώρο στέγασης της συλλογής ήταν επιτακτική. Το 1943 ο Guggenheim και η Rebay ανέθεσαν στον αρχιτέκτονα Frank Lloyd Wright να σχεδιάσει ένα νέο κτίριο-μουσείο. Ζητούσαν έναν εραστή του χώρου, έναν πρωτοπόρο δημιουργό, ένα σοφό άνθρωπο.
Ο Guggenheim πέθανε το 1949 στο Long Island, στη Νέα Υόρκη, δεν πρόλαβε να δει την ολοκλήρωση του νέου μουσείου που άνοιξε στις 21 Οκτωβρίου του 1959.
Τον Ιούνιο του 1943 ο Frank Lloyd Wright έλαβε ένα γράμμα από την Hilla Rebay που του ζητούσε να σχεδιάσει ένα νέο μουσείο για την συλλογή έργων τέχνης του Solomon R. Guggenheim. Το εγχείρημα έμελλε να εξελιχθεί σε μια «πάλη» ανάμεσα στον αρχιτέκτονα και στους πελάτες του, τις δημόσιες υπηρεσίες, τον κόσμο της τέχνης και την κοινή γνώμη.
Ο Wright δεν έκρυψε την απογοήτευση του με την επιλογή της Νέας Υόρκης για την πόλη που θα φιλοξενήσει το νέο μουσείο. Κατά την γνώμη του η Νέα Υόρκη ήταν κορεσμένη, πολύς κόσμος, πολλά κτίρια, χωρίς αρχιτεκτονική αξία. Συμβιβάστηκε όμως με την επιθυμία του πελάτη του επιλέγοντας ένα σημείο στην 5η λεωφόρο δίπλα στο Central Park. Η εγγύτητα στο πάρκο ήταν καθοριστική καθώς όσο πιο κοντά είσαι στη φύση τόσο ξεφεύγεις από την φασαρία και την κυκλοφοριακή συμφόρηση της μεγαλούπολης.
Το κτίριο που σχεδίασε ο Wright μοιάζει με ένα ανεστραμμένο «ζιγκουράτ». Η «σύνθεση» επαναστατική. Μπαίνοντας μέσα ο επισκέπτης βρίσκεται σε ένα τεράστιο αίθριο που καταλήγει σε μια γυάλινη θολωτή οροφή που αφήνει το φυσικό φως να μπει στο χώρο. Ο αρχιτέκτονας ήταν λάτρης του φυσικού φωτός και πίστευε ότι με αυτό μπορούσαν να αναδειχθούν καλύτερα τα εκθέματα. Περιμετρικά δημιουργεί ένα σπιράλ, μια συνεχόμενη ράμπα ήπιας κλίσης όπου ο θεατής βαδίζει ξεκινώντας από το ισόγειο και ανεβαίνει σιγά σιγά, βλέποντας τα εκθέματα, στο υψηλότερο επίπεδο. Ο ανοιχτός, ενιαίος, κυκλικός χώρος δίνει την δυνατότητα στον θεατή να βλέπει συγχρόνως όλα τα επίπεδα τα οποία διαδέχονται το ένα το άλλο.
Παρόλο που ο εσωτερικός χώρος του κτιρίου ήταν εντυπωσιακός και το ίδιο το κτίριο μνημειώδες ανέκυψαν λειτουργικά προβλήματα. Πολλοί, ειδικά άνθρωποι της τέχνης, έκριναν ότι το κτίριο, καθόλα αντίθετο με τον συμβατικό τρόπο σχεδιασμού των μουσείων, θα επισκίαζε την «τέχνη» για την οποία σχεδιάστηκε. «Αντιθέτως», γράφει ο Wright «το κτίριο σχεδιάστηκε έτσι ώστε μαζί με το περιεχόμενο να αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, μια συμφωνία η οποία δεν είχε υπάρξει ξανά στο χώρο της τέχνης». Λίγο πριν το άνοιγμα του μουσείου 21 καλλιτέχνες έγραψαν ένα γράμμα «διαμαρτυρίας» προβληματισμένοι για το πώς θα γίνονταν η τοποθέτηση των πινάκων στους καμπύλους τοίχους του μουσείου κάτι που γρήγορα ξεπεράστηκε καθώς αντιλήφθηκαν πόσο ιδανικός ήταν ο χώρος για να «επιδείξουν» την τέχνη τους.
Συνδυάζοντας με μοναδικό τρόπο το γεωμετρικό σχέδιο με την φυσική πλαστικότητα δημιούργησε ένα κτίριο που ακόμα και 50 χρόνια μετά είναι ζωντανό και σύγχρονο. Το Solomon R. Guggenheim Museum αποτελεί ορόσημο για τους λάτρεις της τέχνης και είναι μια έντονη αντίθεση στο πλέγμα της πόλης του Μανχάταν. Το μοναδικό αποτέλεσμα μαρτυράει όχι μόνο την αρχιτεκτονική ιδιοφυΐα του Wright αλλά και το ανήσυχο, περιπετειώδες πνεύμα του ιδρυτή του.
Ο Frank Lloyd Wright αφιέρωσε 16 χρόνια σε αυτό το έργο, που είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό του, αντιμέτωπος με έναν σφιχτό προϋπολογισμό, έναν αυστηρό κτιριοδομικό κώδικα, αλλά και τη αμφισβήτηση του καλλιτεχνικού κόσμου, πέθανε έξι μήνες πριν την ολοκλήρωση του μουσείου το 1959, σε ηλικία 92 χρονών.
Επιμέλεια – Επεξεργασία: Ιωάννα Βραχνού – Αρχιτέκτονας