Μικρά αποσπάσματα από μια συνέντευξη του μεγάλου αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη, 1913-1993, στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο με αφορμή την έκδοση τριών σπάνιων βιβλίων του.
Το τοπίο υποβάλλει πάντα τα σωστά πράγματα στον αρχιτέκτονα; Ή πρέπει κι εκείνος ν’ ακούσει τις επιθυμίες του;
Η επιθυμία του αρχιτέκτονα πρέπει να ακουμπάει στο δίκιο του τοπίου. Κάποτε είχε λεχθεί από τους μοντέρνους ότι η αρχιτεκτονική είναι διεθνής. Εγώ δεν το πιστεύω αυτό. Γιατί κι η αρχιτεκτονική φυτρώνει μέσα από ένα χώμα συγκεκριμένο και δέχεται τον διαφορετικό ήλιο του κάθε κλίματος για να αναπτυχθεί. Στο κάτω κάτω, γιατί χτίζουμε; Αν μπορούσαμε να ζούμε γυμνοί μέσα στη φύση, δεν θα κάναμε σπίτια. Είναι σαν να ανοίγουμε μια ομπρέλα πάνω από το κεφάλι μας για να προφυλαχθούμε από τον καυτό ήλιο, τη βροχή ή το χιόνι. Πρώτα, δηλαδή, βάζουμε μια στέγη πάνω απ’ το κεφάλι μας και μετά χτίζουμε τους τοίχους .
Προφανώς, λοιπόν, η καλύτερη παιδεία για έναν αρχιτέκτονα είναι το να μείνει στον τόπο του και να μελετήσει εξαντλητικά τις συνθήκες της ζωής.
Ασφαλώς!
Εσείς, όμως, πήγατε να σπουδάσετε στο Μόναχο.
Όπως λέει και ο Γκαίτε, «όποιος ξέρει ξένες γλώσσες καταλαβαίνει καλύτερα τη δικιά του». Σπουδάζοντας έξω, θέλησα να μάθω την αρχιτεκτονική. Για να βρω τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσα να αφουγκράζομαι τη φωνή του κάθε τόπου.
Εσείς διασχίσατε αλώβητος τη βαυαρική παιδεία σας;
Ναι, γιατί μου έμαθε τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνω – παρόλο που, όταν γύρισα στην Ελλάδα, τα βρήκα πολύ δύσκολα. Κατάλαβα ότι ορισμένα πράγματα που εκεί είχα αποδεχτεί ως σωστά, εδώ ήταν λάθος. Κι έπρεπε να βρω την άλλη κλίμακα του δικού μου τόπου, αν ήθελα να χτίσω σωστά. Άρχισα τότε να γυρίζω και να ταξιδεύω και προσπαθούσα να δω ποιος είναι αυτός ο τόπος, τι έχουν να μου διηγηθούν αυτοί οι άνθρωποι κι αυτές οι πέτρες.
Οι καλές θεωρίες δεν μας αναγκάζουν συχνά σε ορισμένα στυλιστικά κλισέ;
Όχι. Οι καλές θεωρίες δεν δημιουργούν κλισέ, αλλά το παντού εφαρμόσιμον, που είναι και το ομοιότροπον. Ο Αριστοτέλης είπε ότι εκείνο που διαμορφώνει τον χαρακτήρα του ανθρώπου είναι το κλίμα και το τοπίο στο οποίο ζει. Κι ο Γκαστόν Μπασελάρ αναφέρει στην «Ποιητική του χώρου» πως είμαστε ο χώρος μέσα στον οποίο ζούμε. Όταν ήρθαν εδώ πέρα οι πρόσφυγες από τη Μικρασία, και οι περισσότεροι χτίσανε εδώ τα σπίτια τους με ευτελή μέσα, όλοι σχεδόν κάνανε το ίδιο πράγμα: δηλαδή ένα κλειστό δωμάτιο, μπροστά του ένα υπόστεγο κι ακόμα πιο μπροστά μιαν αυλή. Το ανάκτορο των ξεριζωμένων! Οι πρόσφυγες δεν ήξεραν πως το ανάκτορο του Νέστορα στην Πύλο ήταν έτσι –άλλωστε το ’22 δεν είχε ακόμα αποκαλυφθεί-, ούτε ξέρανε ότι έτσι ήταν τα μέγαρα στην Τίρυνθα, στις Μυκήνες, τα παλάτια στην Κνωσσό και τη Φαιστό. Το κάνανε γιατί αφουγκράζονταν το ελληνικό τοπίο, που έχει ανάγκη το πρόστυλο. Κι αυτό γιατί το υπόστεγο κρατάει μακριά τον καυτό μας ήλιο το καλοκαίρι – τον ίδιο ήλιο που τον χειμώνα χαμηλώνει και τον αφήνει να μπει στο παγωμένο δωμάτιο. Από την άλλη μεριά, υπάρχει και η αυλή -γιατί στην εύκρατη Ελλάδα «ο βίος είναι υπαίθριος», όπως έλεγε και ο Περικλής Γιαννόπουλος- και μπορούμε να ζήσουμε πολύ καιρό κάτω απ’ τον ανοιχτό ουρανό. Μεγαλύτερη, όμως, σημασία κι από την αυλή είχε το υπόστεγο, ένα από τα σημαντικότερα πράγματα στην αρχιτεκτονική, που με απορία βλέπω ότι σήμερα έχει τελείως παραγνωριστεί. Σήμερα, η αστυφιλία, ο τυχοδιωκτισμός και η έλλειψη παιδείας μάς κάνουν ν’ αδιαφορούμε για τη σχέση μας με το τοπίο. Μα και οι πρόσφυγες δεν είχαν αυτό που λέμε παιδεία – απλώς είχαν κρατήσει αμόλυντα και γνήσια τα ένστικτά τους και καταλαβαίνανε τι σημαίνει να ζεις σ’ αυτό το φως και σ’ αυτές τις πέτρες.
Και για μας, που δεν είχαμε γνήσια ένστικτα;
Αυτό ακριβώς το ερώτημα δικαιώνει την ύπαρξή μας. Παλιότερα οι αρχιτέκτονες χτίζανε δυο-τρια παλάτια και μετά αναπαύονταν. Σήμερα έρχονται να μας δώσουν το δοχείο της ζωής που άλλοτε ο καθένας γνώριζε, όμως σήμερα το αγνοεί γιατί δεν έχει τον καιρό, τη διάθεση ή ακόμα και τη γνώση.
Άρης Κωνσταντινίδης:
Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στη Γερμανία στο Πολυτεχνείο του Μονάχου από το 1931 μέχρι και το 1936. Μετά από τις σπουδές του επέστρεψε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε στην Πολεοδομική Υπηρεσία(1938-1942) και στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων(1942-50). Υπήρξε προϊστάμενος τους τμήματος Μελετών του Οργανισμού Τουρισμού (1957-67), όπου αργότερα διετέλεσε ειδικός σύμβουλος (1975-78). Δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης(1967-70). Εκλέχθηκε επίτιμος διδάκτωρ της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης(1978) και έκτακτο μέλος της Βαυαρικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου(1985). Έγραψε πολυάριθμα άρθρα και βιβλία, ενώ το πλούσιο αρχιτεκτονικό του έργο παρουσιάστηκε σε αρκετές εκθέσεις, σε βιβλία και σε περιοδικά στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
πηγές: http://www.lifo.gr/, Ιωάννα Βραχνού – Αρχιτέκτονας