Παρόντες στη συνάντηση, συνομίλησαν αμήχανα.
Περιττές οι λέξεις όταν τα μάτια καθρεφτίζουν το περιεχόμενο.
Ο θυμός,
κάθετος και απόλυτος, απερίφραστος.
Όμως ανάμεσα στο φόβο και το θυμό
διάλεξαν θλίψη.
Τα συναισθήματα που αποχωρίστηκαν βίαια τα χρωμάτισαν:
πασάλειψαν – θυμωμένοι – με κόκκινο την απώλεια
για να στάξει μαύρο μελάνι στα πικραμένα τους χείλη
(είναι που το ουσιαστικό δεν το βλέπεις με τα μάτια).
Και πήραν την απόφαση
να ζητήσουν βοήθεια για όσους έχασαν το δρόμο.
Νόμιζαν πως γνωρίζονταν, αλλά,
όταν ξανασυναντήθηκαν οι συστάσεις ήταν απαραίτητες, αφού,
στη θέση τους εμφανίστηκαν δυο διαφορετικοί άλλοι:
αυτοί που είχαν θάψει τα απομεινάρια του πολέμου
και δεν είχε πια νόημα να μαζέψουν
τις χαμένες λέξεις.
Ευχαριστούμε τα Αποτυπώματα, Ιστολόγιο Ποίησης και Λογοτεχνίας για την πρώτη δημοσίευση