Γεννήθηκε στην Κύμη της Εύβοιας 1883-1962 , σπούδασε στην Αθήνα και στο Μόναχο, πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, εργάστηκε ως καθηγητής ανατομίας δημιούργησε στην Ελλάδα, στη Γαλλία και στις ΗΠΑ, όπου πέθανε – Μαϊάμι.
Σαν παιδί ο Γ. Παπανικολάου ανατράφηκε σε ένα ιδιαίτερα θερμό και συναισθηματικό οικογενειακό περιβάλλον. Ο πατέρας του – Γιατρός, Δήμαρχος και Βουλευτής Ευβοίας και Καρυστίας- ήταν άνθρωπος δραστήριος με έντονη προσωπικότητα. Τα παιδικά του χρόνια ο Γεώργιος τα πέρασε στην Κύμη όπου και τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο. Αμέσως μετά οι γονείς του τον έστειλαν στην Αθήνα για να τελειώσει το γυμνάσιο και να σπουδάσει. Σε ηλικία μόλις 21 ετών είχε πάρει με άριστα το πτυχίο του από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή και πήρε το δίπλωμά του, ο Παπανικολάου επέστρεψε στην γενέτειρά του. Είχε αποφασίσει να μην ασκήσει το ιατρικό επάγγελμα, προκειμένου να αποσυρθεί στην Κύμη, να καλλιεργεί τη γη του, να διαβάζει φιλοσοφία και βιολογία και να προετοιμάσει καλύτερα το έδαφος για τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Καθημερινά έκανε ατελείωτους περιπάτους στους καταπράσινους λόφους της Κύμης, διαβάζοντας φιλοσοφία, κυρίως Καντ και Νίτσε.
Ο πατέρας του γνωρίζοντας τον χαρακτήρα και τις ικανότητές του παιδιού του, την ολοφάνερη εξυπνάδα του και την έμφυτη τάση του προς την επιστημονική έρευνα, αν και ήθελε να τον κρατήσει κοντά του για να ασκήσει το ιατρικό επάγγελμα, τελικά θυσιάζοντας τις οικονομίες του, τον έστειλε για ανώτερες σπουδές στη Γερμανία το 1907.
Επιλέγει τον κλάδο της Βιολογίας, που ανταποκρίνεται περισσότερο στα ενδιαφέροντά του και μεταβαίνει στην Ιένα πρώτο σταθμό της μετεκπαίδευσής του όπου θα παρακολουθεί τα μαθήματα του καθηγητή Ε. Χαίκελ, ινδάλματος των φοιτητικών χρόνων του. Το 1908 θα συνεχίσει τις σπουδές του στο Freiburg και τέλος στο Μόναχο, όπου το 1910 θα του απονεμηθεί ο τίτλος του Διδάκτορα της Φιλοσοφίας για την εργασία του «Περί των συνθηκών της διαφοροποιήσεως του φύλου των Δαφνιδών».
Όταν επιστρέφει στην Ελλάδα το 1910, ο Παπανικολάου διαπιστώνει ότι οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές για τα μελλοντικά του σχέδια. Αμέσως μετά το γάμο του με την Ανδρομάχη Μαυρογένη, αποφασίζει να φύγει πάλι για το εξωτερικό. Πρώτος σταθμός το Ωκεανογραφικό Ινστιτούτο του Μονακό, όπου έλαβε μέρος σε μία από τις ερευνητικές αποστολές του ωκεανογραφικού σκάφους «L’ Hirodelle» (1911) του πρίγκιπα Αλβέρτου Α’.
Διακόπτει την παραμονή στο εξωτερικό για να συμμετάσχει στο Βαλκανικό πόλεμο του 1912 και μετά τη λήξη του μεταναστεύει μαζί με τη γυναίκα του στις ΗΠΑ. Δύσκολες οι συνθήκες λόγω οικονομικών δυσκολιών, με αποτέλεσμα να εργαστούν και οι δυο σε ένα εμπορικό κατάστημα. Ο ένας πουλώντας χαλιά και η άλλη ράβοντας κουμπιά με αμοιβή 5 δολάρια την εβδομάδα. Τα προβλήματα τελειώνουν όταν ο Παπανικολάου διορίζεται ως βοηθός στο κλάδο της ανατομίας στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ. Σύντομα εκλέχθηκε υφηγητής, έκτακτος καθηγητής και τέλος τακτικός καθηγητής της ανατομίας και ιστολογίας της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου αυτού. Οι τεράστιες επιστημονικές ικανότητες, αλλά και το ήθος του αφοσιωμένου ερευνητή δεν άργησαν να εκτιμηθούν και να καρποφορήσουν στο Ιατρικό Κολέγιο του Πανεπιστημίου του Κορνέλ, στο οποίο εργάστηκε το διάστημα 1914-61, αποκτώντας όλους τους τίτλους της ακαδημαϊκής ιεραρχίας, χωρίς, όμως, να του δοθούν ποτέ διδακτικά καθήκοντα για να μπορεί να αφοσιωθεί στο ερευνητικό του έργο.
Το 1923 εφάρμοσε τη μέθοδό του σε γυναίκες προς μελέτη των φυσιολογικών γεννητικών λειτουργιών και στη συνέχεια για τη διάγνωση του καρκίνου της μήτρας. Το Τεστ Παπανικολάου άνοιξε νέους ορίζοντες στην ιατρική έρευνα. Σήμερα χρησιμοποιείται παγκοσμίως για την διάγνωση του καρκίνου της μήτρας,
Το 1954, ο Παπανικολάου δημοσίευσε το μνημειώδες έργο “Άτλαντας της Αποφολιδωτικής Κυτταρολογίας”, ένα βιβλίο σταθμό για ολόκληρη την ιατρική βιβλιογραφία του 20ού αιώνα, εδραιώνοντας και επίσημα πια τη νέα ιατρική πρακτική και ειδικότητα που ουσιαστικά ανέπτυξε από το μηδέν.
Ο Παπανικολάου, αφού εργάστηκε σκληρά επί μισό σχεδόν αιώνα στο Ιατρικό Κολέγιο του Πανεπιστημίου του Κορνέλ – χωρίς να κάνει διακοπές, εκτός από ένα σύντομο επιστημονικό ταξίδι στην Ευρώπη, με τελικό σταθμό την Ελλάδα και την Κύμη (1957) – αποφάσισε παρά τα 78 χρόνια του να εγκαταλείψει τη Νέα Υόρκη και να εγκατασταθεί στο Μαϊάμι για να αναλάβει την οργάνωση και τη διεύθυνση του εκεί Καρκινολογικού Ινστιτούτου. Δεν πρόλαβε να το εγκαινιάσει ο ίδιος, λόγω του θανάτου του.
Ο Παπανικολάου τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις μεταξύ των οποίων είναι το μετάλλιο Τιμής της Αμερικανικής Εταιρίας Καρκινολογίας.
[box]
Το 1995 τυπώθηκε απ’ την τράπεζα της Ελλάδος χαρτονόμισμα αξίας 10.000 δραχμών, στο οποίο απεικονίζεται ο Γεώργιος Παπανικολάου.
Καμία αναφορά στην επαγγελματική ζωή του Γεωργίου Παπανικολάου δεν θα μπορούσε να είναι ολοκληρωμένη αν δεν περιελάμβανε τη σύζυγό του. Παρά το γεγονός ότι η ίδια δεν υπέγραψε ποτέ κάποιο ερευνητικό άρθρο, ήταν πάντοτε παρούσα στο πλευρό του «γιατρού», όπως τον αποκαλούσε. Μετά το θάνατό του προσπάθησε να συνεχίσει το έργο του στο Μαϊάμι μέχρι το θάνατό της (1982).