Καθώς προχωράω στο δρόμο, κοιτάζω ψηλά. Παρατηρώ τις πολυκατοικίες και τα επιβλητικά κτίρια που κρύβουν το γαλάζιο τ’ ουρανού. Περνάω το κέντρο και οι δρόμοι γίνονται σοκάκια και περάσματα στενά, ιδιαίτερα προκλητικά. Τώρα τα μάτια μου συναντούν σπίτια χαμηλά με παράθυρα φρεσκοβαμμένα. Συνέχεια εστιάζω στα παράθυρα. Μου κεντρίζουν το ενδιαφέρον· με τα πατζούρια τους να είναι άλλοτε ασφυκτικά κλειστά, άλλοτε διάπλατα ανοιχτά και άλλοτε να βρίσκονται σε μια μεσοβέζικη κατάσταση, να μην ξέρουν προς τα πού κλ(ε)ίνουν. Δεν φταίει που είναι αναποφάσιστα. Φταίει που είναι χειροκίνητα και περιμένουν ένα ζευγάρι χέρια να ορίσει τη θέση τους. Μαζί με αυτή και την ποσότητα του φωτός που εισχωρεί. Πάντα μία επιλογή κι ένα ζευγάρι χέρια. Κι η απόσταση που τα χωρίζει εκμηδενίζεται όταν γίνει η σκέψη, πράξη.
Τα παράθυρα..