Παιδικά χρόνια:
Η Αμέλια ήταν κόρη του δικηγόρου Σάμιουελ «Έντουιν» Στάντον Έρχαρτ και της Αμέλια Ότις Έρχαρτ. Γεννήθηκε στο Άτκισον του Κάνσας.
Και τα δύο κορίτσια συνέχισαν να χρησιμοποιούν τα παρωνύμια της παιδικής ηλικίας τους και μετά την ενηλικίωση τους. Η ανατροφή τους ήταν μη συμβατική, δεδομένου ότι η μητέρα τους Άμι Έρχαρτ δεν πίστευε στη ανατροφή των παιδιών της ως «συμπαθητικά μικρά κορίτσια». Από την άλλη όμως η γιαγιά τους αποδοκίμαζε τις παντελόνες που φορούσαν τα παιδιά της κόρης της και η Αμέλια, παρόλο που εκτιμούσε την ελευθερία κινήσεων που της παρείχαν, γνώριζε καλά ότι τα υπόλοιπα κορίτσια στη γειτονιά δε ντύνονταν έτσι.
Η Αμέλια ως παιδί:
Το πρώτο της αεροπλάνο η Αμέλια το είδε σε ηλικία 11 ετών στην κρατική έκθεση της Αϊόβα. Ο πατέρας της προσπάθησε να προτρέψει τις κόρες του να πετάξουν. Μια ματιά στο παλιό “flivver” ήταν αρκετή για να πείσει την Αμέλια, η οποία αμέσως μετά την πτήση ρωτούσε αν θα μπορούσαν να επιστρέψουν στον αέρα. Αργότερα όμως περιέγραψε το διπλάνο ως «ένα πράγμα από σκουριασμένα καλώδια και ξύλο και καθόλου ενδιαφέρον».
Το 1907 ο πατέρας μετατέθηκε στην Αϊόβα. Οι δύο αδελφές, παρέμειναν για δυο χρόνια με τον παππού και τη γιαγιά τους στο Άτκισον, όπου έλαβαν μια μορφή κατ’ οίκον εκπαίδευσης από μια παιδαγωγό. Αργότερα η Αμέλια ομολόγησε ότι κατά τη διάρκεια αυτή αγάπησε υπερβολικά την ανάγνωση για πάντα και πέρασε αμέτρητες ώρες στη μεγάλη οικογενειακή βιβλιοθήκη.
Ενώ τα οικονομικά της οικογένειας φαινομενικά βελτιώθηκαν με την απόκτηση ενός νέου σπιτιού και τη μίσθωση δύο υπηρετών, σύντομα έγινε προφανές ότι ο πατέρας της ήταν αλκοολικός. Πέντε έτη αργότερα – το 1914, αναγκάστηκε να αποσυρθεί, και παρόλο που προσπάθησε να απεξαρτηθεί από το αλκοόλ, δεν επαναπροσλήφθηκε ποτέ στη δουλειά του. Την ίδια περίοδο περίπου η γιαγιά της Αμέλια, πέθανε ξαφνικά κληροδοτώντας μία σημαντική περιουσία, αλλά αφήνοντας το μερίδιο της κόρης της σε εμπίστευμα καθώς φοβόταν ότι ο αλκοολισμός του Έντουιν θα οδηγούσε σε κατασπατάληση των κεφαλαίων. Έτσι το σπίτι των Ότις με όλα τα υπάρχοντά του δημοπρατήθηκαν. Η Αμέλια πληγώθηκε από αυτό το συμβάν και αργότερα δήλωσε ότι αποτέλεσε το τέλος της παιδικής ηλικίας της.
Αποφοίτησε από το γυμνάσιο το 1916. Το 1917 ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήδη μαινόταν και η Αμέλια είδε τους πληγωμένους στρατιώτες που επέστρεφαν από το μέτωπο. Λαμβάνοντας εκπαίδευση ως βοηθός νοσοκόμου από τον Ερυθρό Σταυρό άρχισε να εργάζεται στο στρατιωτικό νοσοκομείο Σπαντίνα στο Τορόντο με την Εθελοντική Αποστολή Βοήθειας. Τα καθήκοντά της περιέλαβαν την προετοιμασία φαγητού στην κουζίνα για ασθενείς που ακολουθούσαν ειδική δίαιτα και τη διανομή των φαρμάκων από το ιατρείο του νοσοκομείου. Συνέχισε να εργάζεται στο νοσοκομείο μέχρι την ανακωχή του Νοεμβρίου του 1918 που τερμάτισε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ενώ εκτελούσε ακόμα τα νοσηλευτικά της καθήκοντα κόλλησε γρίπη, με τις επιπλοκές να περιλαμβάνουν πνευμονία και άνω γναθιαία ιγμορίτιδα. Η ιγμορίτιδα της προκαλούσε πόνο, πίεση γύρω από το ένα μάτι και άφθονη ξηρότητα των ρουθουνιών και του λαιμού. Στο νοσοκομείο, υπέστη επίπονες πλύσεις και μικροεπεμβάσεις προκειμένου να καθαρίσει τον άνω γναθιαίο κόλπο. Οι επεμβάσεις όμως ήταν ανεπιτυχείς και η Αμέλια έπασχε από έντονους πονοκεφάλους. Η χρόνια ιγμορίτιδα την επηρέασε σημαντικά στις πτήσεις και τις δραστηριότητες της. Μερικές φορές ακόμη και στο αεροδρόμιο αναγκαζόταν να φοράει έναν επίδεσμο στο μάγουλό της που κάλυπτε έναν μικρό σωλήνα. Η ανάρρωσή της διάρκεσε σχεδόν ένα χρόνο, τον οποίο πέρασε στο σπίτι της αδελφής της στο Νόρθαμπτον της Μασσαχουσέτης. Περνούσε το χρόνο της διαβάζοντας ποίηση, μαθαίνοντας να παίζει μπάντζο και μελετώντας μηχανική.
Η εικόνα της Έρχαρτ συμπεριλήφθηκε μεταξύ αυτών που η εταιρία Apple χρησιμοποίησε στην διαφημιστική καμπάνια Think Different το 2002 και σήμερα θεωρείται περιζήτητο συλλεκτικό αντικείμενο.
Σπουδές – Πτήσεις – Εργασία:
Μέχρι το 1919 η Έρχαρτ προετοιμαζόταν για να μπει στο κολέγιο Σμιθ, όμως άλλαξε γνώμη και εγγράφηκε στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια για να σπουδάσει ιατρική. Εγκατέλειψε όμως το πανεπιστήμιο ένα χρόνο αργότερα για να βρεθεί με τους γονείς της που είχαν επανασυνδεθεί στην Καλιφόρνια.
Στο Λονγκ Μπιτς στις 28 Δεκεμβρίου 1920, αυτή και ο πατέρας της επισκέφτηκαν ένα αεροδρόμιο όπου ο Φρανκ Χωκς -ο οποίος αργότερα έγινε γνωστός ως πιλότος αγώνων της προσέφερε μία πτήση που θα άλλαζε για πάντα τη ζωή της: “Μέχρι τη στιγμή που ήμασταν στα διακόσια ή τριακόσια πόδια από το έδαφος,“ είπε, “ήξερα ότι έπρεπε να πετάξω”. Μετά από εκείνη την δεκάλεπτη πτήση, αποφάσισε πως έπρεπε οπωσδήποτε να μάθει να πετά. Κάνοντας διάφορες δουλειές, ως οδηγός φορτηγού, φωτογράφος, και στενογράφος σε τηλεφωνική επιχείρηση, κατόρθωσε να μαζέψει 1.000 δολάρια για τα πτητικά μαθήματα.
Έκανε τα πρώτα της μαθήματά, ξεκινώντας στις 3 Ιανουαρίου 1921, στο αεροδρόμιο Κίννερ, κοντά στο Λονγκ Μπιτς. Δάσκαλός της ήταν η Ανίτα «Νέτα» Σνουκ, μία πρωτοπόρος αεροπόρος που χρησιμοποιούσε ένα πλεονάζον Curtiss JN-4 «Canuck» για τα μαθήματα. Η Αμέλια έφθασε στην Σπουκ με τον πατέρα της και ένα μοναδικό αίτημα: «Θέλω να πετάξω. Θα με διδάξετε;».
Έξι μήνες αργότερα αγόρασε ένα μεταχειρισμένο κίτρινο διπλάνο Kinner Airster, το οποίο παρονόμασε «το καναρίνι». Στις 22 Οκτωβρίου 1922, πέταξε με το Airster σε ύψος 14.000 ποδιών, θέτοντας το παγκόσμιο ρεκόρ για τις γυναίκες πιλότους. Στις 15 Μαΐου 1923, έγινε η 16η γυναίκα με άδεια πιλότου από την Διεθνή Συνομοσπονδία Αεροπορίας.
Όλη αυτή την περίοδο η κληρονομιά της γιαγιάς της, την οποία διαχειριζόταν η μητέρα της Αμέλια, μειωνόταν συνεχώς και τελικά εξαντλήθηκε. Έτσι, η Έρχαρτ πούλησε το «Καναρίνι», καθώς επίσης και το δεύτερο αεροσκάφος Kinner που διέθετε, και αγόρασε ένα κίτρινο διθέσιο αυτοκίνητο Kissel Speedster, το οποίο ονόμασε «Κίτρινο Κίνδυνο». Ταυτόχρονα σχεδόν, το παλαιό πρόβλημα υγείας της επιδεινώθηκε καθώς οι πόνοι χειροτέρευσαν και στις αρχές του 1924 νοσηλεύθηκε για μια ακόμα επέμβαση, η οποία όμως ήταν πάλι ανεπιτυχής. Μετά από διάφορες επαγγελματικές απόπειρες, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας μιας φωτογραφικής επιχείρησης, η Αμέλια στράφηκε σε νέες κατευθύνσεις. Μετά από το διαζύγιο των γονέων της το 1924, ξεκίνησε με την μητέρα της, με τον «Κίτρινο Κίνδυνο», για ένα διηπειρωτικό ταξίδι από την Καλιφόρνια με στάσεις σε όλη τη Δύση. Το ταξίδι έφερε τελικά τις δύο γυναίκες στη Βοστόνη όπου η Αμέλια υποβλήθηκε σε μια ακόμη επέμβαση, η οποία ήταν επιτυχέστερη. Μετά από την ανάρρωσή της, επέστρεψε για αρκετούς μήνες στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια, αλλά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις σπουδές της καθώς και τα περαιτέρω σχέδια της για εγγραφή στο MIT, επειδή η μητέρα της δεν μπορούσε πλέον να αντεπεξέλθει οικονομικά με τα δίδακτρα και τις σχετικές δαπάνες. Σύντομα, βρήκε δουλειά πρώτα ως δασκάλα και στη συνέχεια ως κοινωνική λειτουργός, το 1925, ζώντας στο Μέντφορντ.
Παρόλες τις δυσκολίες διατήρησε πάντα το ενδιαφέρον της για την αεροπορία και έγινε μέλος του παραρτήματος της Βοστόνης της Αμερικανικής Αεροναυτικής Κοινότητας – American Aeronautical Society, όπου και κατόρθωσε να εκλεγεί αντιπρόεδρός της. Επένδυσε επίσης μικρό ποσό των χρημάτων της στον αερολιμένα Ντέννισον, ενώ παράλληλα ενεργούσε ως αντιπρόσωπος πωλήσεων για τα αεροπλάνα Kinner στην περιοχή της Βοστόνης. Έγραφε άρθρα στις τοπικές εφημερίδες προωθώντας την αεροπορία και καθώς η δημοτικότητα της αυξανόταν άρχισε να σχεδιάζει τη δημιουργία μιας οργάνωσης αφιερωμένη στις γυναίκες πιλότους.
Η υπερατλαντική πτήση του 1928:
Μετά από την σόλο πτήση του Τσαρλς Λίντμπεργκ κατά μήκος του Ατλαντικού το 1927, η Έιμι Φιπς Γκέστ, εξέφρασε το ενδιαφέρον να γίνει η πρώτη γυναίκα που θα πετάξει διασχίζοντας τον Ατλαντικό Ωκεανό. Στη συνέχεια όμως αποφάσισε ότι το ταξίδι ήταν πολύ επικίνδυνο για να το πραγματοποιήσει η ίδια, οπότε ανέλαβε να υποστηρίξει το εγχείρημα, προτείνοντας να βρεθεί «ένα άλλο κορίτσι με τη σωστή εμφάνιση».
Οι συντονιστές του εγχειρήματος, συμπεριλαμβανομένου του εκδότη και του πολιτικού αρθογράφου Τζωρτζ Π. Πούτναμ – George P. Putnam πήραν συνέντευξη από την Αμέλια και της ζήτησαν να συνοδεύσει τον πιλότο Ουίλμερ Στούλτζ και τον συγκυβερνήτη – μηχανικό Λούις Γκόρντον στην πτήση, ως επιβάτης, με το πρόσθετο καθήκον της ενημέρωσης του αρχείου πτήσης. Η ομάδα αναχώρησε στις 17 Ιουνίου 1928 και προσγειώθηκε στο λιμάνι Μπάρρι της Ουαλίας, στο Ηνωμένο Βασίλειο, 21 ώρες αργότερα περίπου. Η Αμέλια δεν είχε καμία εκπαίδευση για αυτόν τον τρόπο πτήσης και δεν χειρίστηκε καθόλου το αεροσκάφος. Σε συνέντευξή της μετά την προσγείωση δήλωσε: “Ο Στούλτζ πραγματοποίησε ολόκληρη την πτήση – έπρεπε. Εγώ ήμουν απλά μία αποσκευή, όπως ένας σάκος πατάτες, πρόσθεσε, …ίσως κάποια μέρα να το δοκιμάσω μόνη”.
Η επιστροφή των Στουλτζ, Γκόρντον και Έρχαρτ στις Ηνωμένες Πολιτείες χαιρετίστηκε με μία παρέλαση στη Νέα Υόρκη, για να ακολουθήσει η υποδοχή τους από τον Πρόεδρο Κάλβιν Κούλιτζ στον Λευκό Οίκο.
Αναμνηστικό Γραμματόσημο Αμέλια Έρχαρτ αεροπορικών αποστολών αξίας 8 σεντς, εκδόθηκε το 1963 από τα Αμερικανικά Ταχυδρομεία.
Χρησιμοποιώντας την φυσική ομοιότητά της με τον Λίντμπεργκ, μερικές εφημερίδες και περιοδικά άρχισαν να αποκαλούν την Αμέλια “κυρία Λίντι”. Η United Press ανακήρυξε την Έρχαρτ “βασίλισσα των Αιθέρων”. Αμέσως μετά την επιστροφή της στις Ηνωμένες Πολιτείες, ανέλαβε έναν εξαντλητικό γύρο διαλέξεων (1928-29). Εν τω μεταξύ, ο Πούτναμ είχε αναλάβει μια εκστρατεία να την προωθήσει, η οποία περιλάμβανε την έκδοση ενός βιβλίου που είχε γράψει η Έρχαρτ, μια σειρά νέων διαλέξεων και χρήση των φωτογραφιών της στην προώθηση προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων αποσκευών, των τσιγάρων “Lucky Strike” και γυναικείας ένδυσης.
Η Αμέλια αναμίχθηκε ενεργά στις προωθήσεις των προϊόντων που συνδέονταν με το όνομά της, ειδικά στη γυναικεία μόδα.
Η σειρά αποσκευών που προώθησε με την ονομασία Modernaire Earhart Luggage, η οποία παράγεται ακόμα και σήμερα, έφερε τη σφραγίδα της προσωπικότητάς της, καθώς ικανοποιούσε πλήρως τις απαιτήσεις των αεροπορικών ταξιδιών. Η εκστρατεία μάρκετινγκ του Τζ. Πούτναμ ήταν επιτυχής στην καθιέρωση της αίγλης της Έρχαρτ στη δημόσια αντίληψη.
Η διαφημιστική εκστρατεία της εταιρίας Gap του 1993 περιελάμβανε την Αμέλια Έρχαρτ ως ένα από τα Αμερικάνικα είδωλα που συνέδεσαν το όνομά τους με τη μοντέρνα ένδυση.
Η δημοσιότητα γύρω από το όνομά της βοήθησε την Αμέλια να χρηματοδοτήσει τις πτήσεις της. Έτσι, αποδεχόμενη μια θέση ως βοηθός συντάκτη στο περιοδικό Κοσμοπόλιταν, είχε την ευκαιρία να μετατρέψει το φόρουμ αυτό σε μία εκστρατεία για τη μεγαλύτερη δημόσια αποδοχή της αεροπορίας, εστιάζοντας ειδικά στο ρόλο των γυναικών και την εισαγωγή τους στο χώρο.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Έρχαρτ αναμίχθηκε ενεργά με την οργάνωση The Ninety-Nines, μια οργάνωση γυναικών πιλότων που παρείχαν ηθική υποστήριξη και προωθούσαν την είσοδο των γυναικών στην αεροπορία. Η Αμέλια είχε συγκαλέσει συνεδρίαση γυναικών πιλότων το 1929, και είχε προτείνει το όνομα της οργάνωσης εμπνευσμένη από τον αριθμό των καταστατικών μελών. Αργότερα, το 1930, έγινε η πρώτη Πρόεδρος της οργάνωσης.
Η Έρχαρτ και ο Πούτναμ περνούσαν αρκετό καιρό μαζί, γεγονός που οδήγησε στην ανάπτυξη οικειότητας μεταξύ τους. Ο Τζωρτζ Πούτναμ, ήταν διαζευγμένος από το 1929 και έκανε αρκετές προτάσεις γάμου στην Αμέλια, πριν τελικά εκείνη δεχτεί. Παντρεύτηκαν στις 7 Φεβρουαρίου 1931 Η Έρχαρτ αναφέρει τον γάμο ως μία “συνεργασία με διπλά χειριστήρια”. Σε ένα γράμμα που έγραψε στον Πούτναμ και το οποίο του έδωσε την ημέρα του γάμου τους, η Αμέλια έγραψε “…Θέλω να καταλάβεις ότι δεν θα σε θεωρήσω δέσμιο σε μένα με κάποιο μεσαιωνικό κώδικα πίστης, ούτε θα θεωρήσω τον εαυτό μου δέσμιο σε σένα”.
Καθώς η φήμη της μεγάλωνε, ανέπτυξε φιλίες με πολλούς ανθρώπους σε υψηλές θέσεις, με σημαντικότερη τη φιλία της με την Έλενορ Ρούσβελτ , την “Πρώτη Κυρία”. Η Ρούσβελτ μοιραζόταν κοινά ενδιαφέροντα με την Έρχαρτ, κυρίως την προώθηση των δικαιωμάτων των γυναικών.
Την περίοδο 1930 – 1935, η Αμέλια είχε θέσει επτά ρεκόρ ταχύτητας και απόστασης γυναικών με διαφορετικά αεροσκάφη, Το 1935, περιέγραψε με δικά της λόγια ένα νέο βραβείο: “Μία πτήση την οποία θέλω περισσότερο από κάθε άλλη να επιχειρήσω – τον περίπλου της Γης, όσο πιο κοντά στον Ισημερινό της όσο είναι δυνατόν”. Για αυτή την προσπάθειά της θα χρειαζόταν ένα νέο αεροσκάφος.
Υποτροφίες στη Μνήμη της Αμέλια Έρχαρτ καθιερώθηκαν το 1939 από τις The Ninety-Nines, παρέχονται σε γυναίκες που επιθυμούν να λάβουν πτυχία πιλότου και πιστοποιήσεις τύπου, πιστοποιήσεις αεροσκαφών τζετ, πτυχία κολλεγίων και τεχνική εκπαίδευση.
Σχεδιασμός της παγκόσμιας πτήσης του 1937:
Το 1935 η Έρχαρτ συνεργάστηκε με το πανεπιστήμιο Purdue ως επισκεπτόμενο μέλος συμβουλεύοντας γυναίκες σε θέματα σταδιοδρομίας και ως τεχνικός σύμβουλος του τμήματος αεροναυτικής. Τον Ιούλιο του 1936 παρέλαβε ένα Lockheed 10E Electra που χρηματοδοτήθηκε από το Purdue και άρχισε να σχεδιάζει την παγκόσμια πτήση της συγκεντρώνοντας παράλληλα υλικό και το ενδιαφέρον του κοινού για το επόμενο βιβλίο της.
Μέσω των επαφών της στην αεροπορική κοινότητα του Λος Άντζελες ως δεύτερος πλοηγός της επιλέχθηκε ο Φρεντ Νόοναν. Ο Νόοναν είχε εμπειρία και στη ναυτική – καθώς ήταν καπετάνιος πλοίου και στη αεροπορική ναυσιπλοΐα. Ήταν επίσης αρμόδιος για την εκπαίδευση πλοηγών. Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε ότι ο Νόοναν θα ήταν ο πλοηγός από τη Χαβάη μέχρι τη νήσο Χάουλαντ, ένα ιδιαίτερα δύσκολο τμήμα της πτήσης. Στη συνέχεια θα συνέχιζε με την Έρχαρτ μέχρι την Αυστραλία από όπου θα προχωρούσε μόνη της για το υπόλοιπο του εγχειρήματος.
Earhart & Noonan:
Στις 17 Μαρτίου του 1937 ξεκίνησαν για το ταξίδι τους όμως τρεις μέρες μετά κατά τη διάρκεια μιας απογείωσης το αεροσκάφος υπέστη ζημιές και χρειάστηκε να μεταφερθεί δια θαλάσσης στην Καλιφόρνια για επισκευή
Όσο το Electra επισκευαζόταν, η Έρχαρτ και ο Πούτναμ εξασφάλιζαν επιπλέον πόρους και προετοιμαζόταν για την δεύτερη απόπειρα. Ο Φρεντ Νόοναν ήταν ο μοναδικός συνεπιβάτης της Έρχαρτ σε αυτή την πτήση. Αναχώρησαν από το Μαϊάμι την 1η Ιουνίου και μετά από στάσεις στη Νότια Αμερική, την Αφρική, την Ινδική υποήπειρο και την Νοτιοανατολική Ασία, έφτασαν στην πόλη Λαε της Νέας Γουινέα στις 29 Ιουνίου 1937. Σε αυτό το στάδιο είχαν συμπληρώσει περίπου 22.000 μίλια – 35000 χιλιόμετρα, του ταξιδιού, ενώ τα υπόλοιπα 7.000 μίλια -11000 χλμ, θα ήταν εξ’ ολοκλήρου πάνω από τον Ειρηνικό.
Το τραγούδι Aviator του συγκροτήματος Nemo, το οποίο περιέχεται στο πρώτο τους άλμπουμ Signs of Life -2004, γράφτηκε για την τελευταία πτήση της Έρχαρτ.
Στις 2 Ιουλίου 1937, η Έρχαρτ και ο Νόοναν απογειώθηκαν με το βαριά φορτωμένο Electra από την Λαε. Ο σχεδιαζόμενος προορισμός τους ήταν η νήσος Χάουλαντ, μία επίπεδη λωρίδα γης μήκους 2.000 μέτρων και πλάτους 500 μέτρων, τρία μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και 2.556 μίλια – 4.113 χλμ μακριά. Η τελευταία γνωστή αναφορά θέσης τους έγινε κοντά στις νήσους Νουμουμάνου, μετά από περίπου 800 μίλια -1.300 χλμ πτήσης. Η Itasca, άκατος της Αμερικανικής Ακτοφυλακής βρισκόταν στη νήσο Χάουλαντ με αποστολή να επικοινωνεί με το Electra της Έρχαρτ και να τους καθοδηγήσει στο νησί, μόλις θα έφθαναν στην περιοχή. Μέσω μία σειράς παρανοήσεων ή λαθών – οι λεπτομέρειες παραμένουν ακόμα και σήμερα αδιευκρίνιστες, η τελική προσέγγιση με χρήση ραδιοναυτιλίας στη νήσο Χάουλαντ ήταν ανεπιτυχής. Η τελευταία φωνητική μετάδοση της Έρχαρτ που έλαβαν στη νήσο Χάουλαντ υποδείκνυε ότι αυτή και ο Νόοναν πετούσαν κατά μήκος μίας γραμμής θέσης την οποία ο Νόοναν θα είχε υπολογίσει και αποτυπώσει στα χάρτη καθώς θα προσέγγιζαν το Χάουλαντ. Μετά την απώλεια της επικοινωνίας με το νησί Χάουλαντ, έγιναν προσπάθειες να επικοινωνήσουν με τους δύο αεροπόρους τόσο με φωνητικές μεταδόσεις όσο και με μεταδόσεις σε κώδικα Μορς. Χειριστές κατά μήκος του Ειρηνικού και στις Ηνωμένες πολιτείες ίσως να άκουσαν σήματα από το Electra, όμως αυτά ήταν ακαταλαβίστικα ή αδύναμα.
Με κόστος τέσσερα εκατομμύρια δολάρια, η από αέρος και θαλάσσης έρευνα του ναυτικού και της ακτοφυλακής ήταν η πιο ακριβή και εντατική στην ιστορία μέχρι τότε. Παρ’ όλη την άνευ προηγούμενο έρευνα από το Αμερικανικό ναυτικό και την ακτοφυλακή, δεν βρέθηκε καμία φυσική απόδειξη της Έρχαρτ, του Νόοναν ή του Electra 10E. Οι επίσημες προσπάθειες διήρκεσαν μέχρι τις 19 Ιουλίου 1937.
Αμέσως μετά τη λήξη των επίσημων ερευνών, ο Τζωρτζ Πούτναμ χρηματοδότησε μία ιδιωτική έρευνα από τις τοπικές αρχές των παραπλήσιων νησιών του Ειρηνικού, επικεντρωμένος στα νησιά Γκίλμπερτ . Στα τέλη Ιουλίου 1937 ο Πούτναμ μίσθωσε δύο μικρά σκάφη και, ενώ βρισκόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες, διεύθυνε μία έρευνα χωρίς όμως να βρεθούν ίχνη του Electra ή των επιβαινόντων του.
Η Αμέλια Έρχαρτ υπήρξε διεθνής διασημότητα κατά τη διάρκεια της ζωής της. Η χαρισματική παρουσία της, η ανεξαρτησία, η επιμονή, η ψυχραιμία που έδειχνε όταν βρισκόταν υπό πίεση, το κουράγιο και η καριέρα της, σε συνδυασμό με τις συνθήκες της εξαφάνισής της σε νεαρή ηλικία εκτόξευσαν την φήμη της στη μαζική κουλτούρα. Έχουν γραφτεί εκατοντάδες άρθρα και βιβλία για τη ζωή της.
* Ρεκόρ και επιτεύγματα της Αμέλια Έρχαρτ:
– Παγκόσμιο ρεκόρ υψομέτρου γυναικών: 14.000 πόδια (1928)
– Πρώτη γυναίκα που διέσχισε πετώντας τον Ατλαντικό (1930)
– Ρεκόρ ταχύτητας αποστάσεως 100 χιλιομέτρων με φορτίο 500 λιβρών (1931)
– Πρώτη γυναίκα που πέταξε με αυτόγυρο (1931)
– Ρεκόρ υψομέτρου για αυτόγυρα: 15.000 πόδια (1931)
– Πρώτος άνθρωπος που διέσχισε τις ΗΠΑ με αυτόγυρο (1932)
– Πρώτη γυναίκα που διέσχισε πετώντας σόλο τον Ατλαντικό (1932)
– Πρώτη γυναίκα που διέσχισε πετώντας σόλο τον Ατλαντικό δύο φορές (1932)
– Πρώτη γυναίκα που έλαβε τον Διακεκριμένο Ιπτάμενο Σταυρό (1932)
– Πρώτη γυναίκα που πέταξε χωρίς στάση, από την μία ακτή στην άλλη, κατά μήκος των ΗΠΑ (1933)
– Ρεκόρ ταχύτητας γυναικών για διηπειρωτική πτήση (1933)
– Πρώτος άνθρωπος που πέταξε σόλο κατά μήκος του Ειρηνικού μεταξύ της Χονολουλού και του Όκλαντ (1935)
– Πρώτος άνθρωπος που πέταξε σόλο από το Λος Άντζελες στην Πόλη του Μεξικού του Μεξικού (1935)
– Πρώτος άνθρωπος που πέταξε σόλο και χωρίς στάση από την Πόλη του Μεξικού στο Νιούαρκ του Νιού Τζέρσι (1935)
– Ρεκόρ ταχύτητας για πτήση ανατολικά προς δυτικά, από το Όκλαντ στη Χονολουλού (1937)