Ξέρεις μπαμπά, ήθελα να σου ευχηθώ “χρόνια πολλά”, αλλά πια δεν τις χρειάζεσαι τέτοιες ευχές. Είναι πολλά τα χρόνια που λείπεις..
Αυτή τη γιορτή, τη σημερινή, δεν τη γιορτάσαμε ποτέ. Θυμάμαι όμως τότε που με πήρες στο εργοστάσιο κουβερτοποιίας που δούλευες, μια μέρα που είχες ρεπό. Έλεγες σε όλους τους συναδέρφους “αυτή είναι η κόρη μου” και χαμογελούσες. Ύστερα τους έβαλες να ανοίξουν για μένα όλες τις μηχανές. Θυμάμαι πόσο σημαντική ένιωσα. Κι εκείνο το μεσημέρι που γύρισες από τη δουλειά και μου έφερες μια σοκολάτα. Δεν ξέρω τι είδες εκείνη τη στιγμή, αλλά ξαφνικά έγινες τόσο χαρούμενος! Χρόνια μετά, παππούς πια, έκανες το ίδιο με την Κατ.
Κι όταν ξαγρυπνούσες τις νύχτες που διάβαζα, φοβούμενος ότι θα αποκοιμηθώ και θα πέσω από την καρέκλα. Εγώ τρόμαζα πάντα όταν σε έβλεπα ξαφνικά στην πόρτα και σε μάλωνα…
Θυμάσαι που άφηνα για πολλά βράδια σημείωμα στο τραπέζι της κουζίνας να αφήσεις λεφτά για να πάρω εκείνο το κουκλάκι με άρωμα φράουλας;; Συγχώρεσε με. Δεν ήξερα τότε πώς μπορεί να νιώθει ένας γονιός που δεν μπορεί να καλύψει μια παιδική επιθυμία. Τώρα ξέρω…
Θα σου άρεσε να ξέρεις ότι όσο μεγαλώνω σου μοιάζω πιο πολύ. Κι εμένα μου αρέσει. Μετράω στο σώμα μου τα σημάδια που είχαμε κοινά και που η μαμά πάντα ανέφερε με ψεύτικη ζήλια. Και οι δικές μου κόρες μοιάζουν στο μπαμπά τους.
Δεν είναι πολλά τα πράγματα που δεν είπαμε. Όμως θα ήθελα να είχα προλάβει να σου πω να ανησυχείς και για μένα κάπου-κάπου. Να μη με θεωρείς σίγουρη. Να μπορώ να καταρρεύσω κι εγώ σαν άνθρωπος μια φορά…
Ευτυχώς που η αγάπη δεν χάνεται όταν κάποιος φεύγει. Και έτσι είμαι σίγουρη πως όσο σε θυμάμαι μ’αγαπάς…
κείμενο: Κ. Ρ