Πολλοί γονείς απορούν γιατί άραγε το παιδί τους, βρέφος ή μεγαλύτερο, δεν πίνει το γάλα του και γενικότερα δείχνει μια δυσφορία να φάει ο,τιδήποτε γαλακτοκομικό. Η αλήθεια είναι ότι 6 στα 100 από αυτά τα παιδιά μπορεί να έχουν δυσανεξία στη λακτόζη.
Η δυσανεξία στη λακτόζη δημιουργεί πεπτικά ενοχλήματα μετά τη λήψη γάλακτος και το παιδί έχοντας πεπτική μνήμη δεν ξανατρώει το γάλα του για να μην υποφέρει.
Η λακτόζη περιέχεται στο γάλα και για να απορροφηθεί και να χρησιμοποιηθεί από τον οργανισμό απαιτείται η παρουσία μιας άλλης ουσίας που λέγεται λακτάση. Όταν υπάρχει έλλειψη λακτάσης στο παιδί τότε η λακτόζη δεν απορροφάται από το έντερο. Το αποτέλεσμα είναι να παράγονται πολλές ζυμώσεις και πολλά αέρια τα οποία προκαλούν φούσκωμα του εντέρου και πόνο στην κοιλιά. Επίσης μπορεί να προκληθούν και διάρροιες.
Πώς εκδηλώνεται;
Στην πρωτοπαθή δυσανεξία, τα συμπτώματα εκδηλώνονται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε παιδί. Η άπεπτη λακτόζη περνά από το έντερο και αυξάνει την παραγωγή του νερού που αποβάλλεται με τα κόπρανα, τα οποία φαίνονται διαρροϊκά. Η λακτόζη μπορεί να χωνευτεί από βακτήρια του εντέρου που παράγουν αέρια, με συνέπεια τους σπασμούς και το μετεωρισμό.
Τα περισσότερα παιδιά εμφανίζουν συμπτώματα εντός 30 λεπτών-2 ωρών από τη στιγμή κατανάλωσης της τροφής με υψηλή περιεκτικότητα λακτόζης (π.χ. ύστερα από ένα ποτήρι γάλα). Ωστόσο, επειδή η λακτόζη απαντάται σε πολλές τροφές, μερικές φορές είναι δύσκολο να συσχετιστούν τα συμπτώματα με την κατανάλωσή της. Μερικά παιδιά έχουν αρκετή λακτάση για να χωνέψουν κάποιες τροφές που περιέχουν λακτόζη, όπως το τυρί ή το γιαούρτι, αλλά εμφανίζουν συμπτώματα όταν καταναλώνουν προϊόντα με υψηλή περιεκτικότητα λακτόζης, όπως το γάλα. Τα παιδιά με πρωτοπαθή δυσανεξία στη λακτόζη αναπτύσσονται φυσιολογικά και έχουν ικανοποιητικά ενεργειακά επίπεδα.
Πώς γίνεται η διάγνωση;
- Αφαιρούμε τις τροφές που περιέχουν λακτόζη από τη διατροφή του παιδιού και βλέπουμε ότι τα συμπτώματα υποχωρούν ενώ επανεμφανίζονται αμέσως μετά την επανεισαγωγή τους.
- Κάνουμε εργαστηριακές εξετάσεις που ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατάστασης μπορεί να είναι από μία απλή δοκιμασία ανοχής στη λακτόζη μέχρι και βιοψία εντέρου.
Πώς αντιμετωπίζεται;
– Διαβάζουμε τις ετικέτες των τροφών, ώστε να εντοπίζουμε τα γαλακτοκομικά προϊόντα.
– Χορηγούμε ειδικά γάλατα χωρίς λακτόζη και σε βρέφη και σε μεγαλύτερα παιδιά σε μορφή σκόνης ή υγρά.
– Χορηγούμε κίτρινα τυριά ή γιαούρτια σε ποσότητες που είναι ανεκτές στο κάθε παιδί.
– Μοιράζουμε μέσα στην ημέρα τις ημερήσιες ποσότητες γαλακτοκομικών, ώστε να μη φορτίζεται μονομιάς το έντερο.
– Χορηγούμε ειδικές σταγόνες, δισκία ή κάψουλες που περιέχουν έτοιμη τη λακτάση. Αυτές χορηγούνται χωρίς ιατρική συνταγή και συνήθως διατίθενται στα ράφια του φαρμακείου μαζί με άλλα φάρμακα για το πεπτικό σύστημα. Το παιδί μπορεί να λαμβάνει τις ταμπλέτες λακτάσης πριν από την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων, ώστε να προαχθεί η πέψη και να προληφθούν τα συμπτώματα.
– Όταν τα συμπτώματα τεθούν υπό έλεγχο και το παιδί είναι πιο ήρεμο, μπορούν οι γονείς να προσθέσουν σταδιακά στη διατροφή του μικρές ποσότητες λακτόζης. Έτσι, θα καταλάβουν ποιες τροφές και ποιες ποσότητες λακτόζης είναι σε θέση να χωνέψει χωρίς να εμφανίσει συμπτώματα. Το γιαούρτι, το cottage cheese και το σκληρό, παλαιωμένο τυρί είναι συνήθως πιο εύπεπτα.
Είναι σημαντικό να καλύπτονται οι διατροφικές ανάγκες του παιδιού σε ασβέστιο. Σε ορισμένες περιστάσεις, επιβάλλεται η χορήγηση συμπληρωμάτων ασβεστίου.