Πάει καιρός… Για άλλη μια φορά έπρεπε να σε αποχαιρετήσω… Περάσαμε ένα από τα δύσκολα καλοκαίρια μας, κι εγώ κι εσύ. Πέρασε κι αυτό και πλέον, λόγω της αισιόδοξης φύσης μας, μπορούμε να πούμε πως αυτό που θα έρθει θα είναι καλύτερο και πως όλα θα είναι πιο εύκολα από εδώ και πέρα.
Το να ζει κανείς μακριά σου είναι πραγματικά αφόρητο τον περισσότερο καιρό. Διάβαζα ένα βράδυ Μ.Κούντερα, και ανακάλυψα μέσα σε ένα βιβλίο που δεν ξέρω αν αγαπώ τελικά, αυτό που εξηγεί την δική μου κατάσταση. Το να ζεις σε μια ξένη χώρα, σημαίνει πως ζεις μακριά από το δίχτυ προστασίας που σου παρέχει η οικογένεια, οι φίλοι και η δυνατότητα του να εκφράζεσαι στη γλώσσα των παιδικών σου χρόνων. Δε με έδιωξες, έφυγα γιατί από παιδί νιώθω πως κανένας τόπος δε με χωρά. Κι όμως, τις προηγούμενες μέρες συνειδητοποίησα πως κοντά σου νιώθω πιο κοντά στον πρωτογενή και ίσως, πρωτόγονο εαυτό μου. Και ήταν όμορφα…
Με ρώτησαν αν νιώθω νοσταλγία που είμαστε χώρια. Προφανώς και νιώθω νοσταλγία. Δε μιλάω για τον οποιοδήποτε που μακριά από την πατρογονική του γη θα ένιωθε περίεργα. Μιλάω για αυτόν τον πόνο που προκαλεί, κάθε φορά λίγο παραπάνω, το να φεύγει κανείς από την Ελλάδα. Είναι αλλιώς ή φταίνε τα δικά μου κάτοπτρα;
Κανένας ουρανός, κανένα φως και καμιά γη, πάνω σε τούτη τη σφαίρα, δε φτιάχτηκε τόσο πολύ στα μέτρα των ανθρώπων. Όλα εκεί είναι εύκολα και προσιτά. Στο ανάστημα μας. Στο ανάστημα ενός λαού, που μετά από τέτοιες φουρτούνες χαμογελάει… Αν αυτό το κακό είχε βρει άλλον τόπο, θα είχε ήδη ρημάξει. Κι όμως, εσύ, ένας Θεός ξέρει πώς, μοιάζεις ακόμα περήφανη.
Θα γίνω τετριμμένη ίσως για κάποιους από εσάς… Το βλέπω με τα μάτια ενός ανθρώπου που δεν εκτίμησε σωστά όσα είχε. Δε το βλέπω πια με τα μάτια… Κανένα φως δεν τύλιξε τόσο όμορφα τα σώματα και δεν τρύπησε τις ψυχές όσο το δικό σου και κανένας ουρανός και καμιά θάλασσα δεν κατάφερε να ενώνει όσο τα δικά σου. Και μέσα σε αυτήν την απέραντη θλίψη και το χάος, θα με ρωτήσεις και θα παρατηρήσεις πως κανένα από αυτά δε δουλεύονται και δεν τρώγονται. Και υπάρχουν άνθρωποι που πεινάνε, που δεν ξέρουν πως θα ξημερώσουν… Το ξέρω και αναλογίζομαι κι εγώ, πως μιλάω από τη καρέκλα μου. Μια καρέκλα ασφαλή. Δίκιο έχεις. Δεν αλαφραίνω τον πόνο σου, δυστυχώς το δικό μου μετριάζω…
Αν ήμουν πραγματικά θαρραλέα θα έπρεπε να γυρίσω πίσω. Να δίνω τη μάχη μου μαζί σας, εκεί. Τώρα, είμαι ένα μικρό ζωύφιο που μιλά από τη ζέστη της φωλιάς του. Θα ήθελα να βρω μια λύση. Σπάω το κεφάλι μου και δε βγάζω άκρη. Η ανάγκη, ίσως, τελικά, να με κρατά εδώ και ίσως, η ίδια ανάγκη θα με στείλει πιο μακριά τα επόμενα χρόνια. Γιατί όλα έχουν ένα τίμημα, και αυτό ακριβώς πρέπει να μάθω να πληρώνω όσο του αξίζει. Θα μάθω… και θα μάθεις κι εσύ. Και πάντα στο μυαλό μου, η επιστροφή θα είναι αυτή που θα με παρηγορεί. Μέχρι οι δρόμοι μας, να ξανασμίξουν οριστικά…Υπομονή.. Σε όλους μας.