“ Ένα μικρό, μικρούτσικο, σπυρί, χιόνι μαργαριτάρι…”
Η ιστορία αυτή ξεκινά με κρύο και χιόνι. Κάποιες φορές πολύ χιόνι, γιατί είχα την τύχη να μεγαλώνω σε μια από τις ομορφότερες και πιο παγωμένες πόλεις του ελληνικού βορρά.
Βράδυ του Δεκέμβρη. Μια τεράστια (τότε, έτσι μου φαινόταν) ξύλινη πόρτα και το παραμύθι αρχίζει ακριβώς από πίσω. Ένα κύμα απέραντης ζεστασιάς που σε χτυπά στην κατακόκκινη φατσούλα σου. Ξύλα που καίγονται στο μαρμάρινο τζάκι. Στέκεσαι για λίγο μπροστά. Χάνεσαι στη θέρμη του για δευτερόλεπτα. Πετάς τα γάντια και το κασκόλ. Μπουφάν στο πάτωμα και το παραμύθι ξεκινά.
Τι κάνουν τα παιδιά έξω μέσα στη νύχτα; Τραγουδάνε. Μεταφέρουν το μήνυμα. Τριγωνάκι. Παγωνιά. Και γύρω να φέρνεις βόλτα όλη τη γειτονιά. Κάλαντα, χρήματα, μανταρίνια, σοκολατάκια και μικρά ζυμωτά ψωμάκια (στον τόπο μου, τα λένε “κόλιαντα” αυτά τα ψωμάκια). Λίγος ανταγωνισμός ποιος θα μαζέψει τα πιο πολλά και μετά στο κοινό ταμείο για τα δώρα των γονιών.
Μυρίζει η ζάχαρη; Η πρώτη αίσθηση, από την οποία έχουμε μνήμες, λένε πως είναι η όσφρηση. Κανέλλα, γαρύφαλλο, μέλι, λεμόνι… Έτσι μοσχοβολούν αυτές οι μέρες. Το πόδια στις μύτες και το κεφάλι πάνω από την κατσαρόλα με το σιρόπι που κοχλάζει. Σχεδόν επικίνδυνο αλλά καθ’ όλα εθιστικό. Ε, ναι! προφανώς και μυρίζει η ζάχαρη. Μυρίζει έτσι ακριβώς. Ζύμη που ψήνεται στο φούρνο. Καρύδια, αμύγδαλα και άχνη σκορπισμένη παντού. Το πασπάλισμα της άχνης, πάντα, δική μου αρμοδιότητα, η απομάκρυνση του χιονισμένου τοπίου που δημιουργούσα στην κουζίνα, πάντα υπόθεση της μαμάς! Πιατέλες με γλυκά που μπορούσες να τσιμπολογάς όλη μέρα και μάλιστα, φανερά! Υπέροχο!
Ένα δέντρο στο σαλόνι; Αυτή που ούτε φύλλο δεν ανεχόταν, επέτρεπε σε ένα έλατο να κατοικοεδρεύει στο καλό της χαλί για μέρες. Μυστήρια πράγματα! Και κούτες… Κούτες που μπορούσες να χωθείς ολόκληρος μέσα και να ζήσεις εκεί, γεμάτες μπάλες, παιχνίδια και ότι μπιχλιμπίδι βάζει ο νους σου και μετά αναρρίχηση… Τόσο δύσκολο να είσαι μια σταλιά παιδί και να πρέπει να φτάσεις εκείνα τα θεόρατα κλαδιά. Χεράκια που λαμπυρίζουν. Λίγη βοήθεια για το αστέρι την κορυφή. Λαμπάκια στην πρίζα και φως… Φως όχι εκτυφλωτικό. Φως απλά που ζεσταίνει. Τόσο όσο χρειάζεται.
Τι να ζητήσω φέτος; Ένα δωμάτιο παιχνίδια και εσύ να σπας μέρες και νύχτες το κεφάλι σου τι μπορεί να σου λείπει. Αυτό το βασανιστικό ερώτημα που, τους τελευταίους μήνες, σε ταλάνιζε ανάμεσα στη μία ή την άλλη κούκλα και κάποτε σε εκβίαζε να διαβάσεις και να είσαι φρόνιμος γιατί, αλλιώς, ο γνωστός Άγιος θα πήγαινε το αντικείμενο του πόθου σου αλλού. Την παραμονή κάτω από το δέντρο, ολόφωτη από τα λαμπάκια και με τα μαλλιά γεμάτα χρυσόσκονη, να κοιτάς το ρολόι. Να ξημερώσει! Πότε θα έρθει, πια, αυτό το αύριο! Αυτό το αύριο που έσκιζε χαρτιά και πέταγε κορδέλες στον αέρα. Και μετά φωνές ενθουσιασμού και γέλια και μια αγκαλιά για το “ευχαριστώ” αυτού που κατάφερνε, πάντα, να κρύβεται πίσω από τον χοντρούλη άγιο με μεγάλη τέχνη! Το ήξερες και έπρεπε να ξέρει ότι το ήξερες…
Πόσος κόσμος μπορούσε να χωρά σε ένα σπίτι; Τραγούδια, φωνές και γέλια. Στρωμένη τραπεζαρία. Κουβέντες για θέματα που δεν καταλάβαινες και ούτε είχε την ανάγκη να καταλάβεις. Ξένοιαστη! “Τρία, δύο, ένα! Καλή χρονιά” Φιλιά και ευχές και προσευχές φέτος το φλουρί στη βασιλόπιτα να είναι δικό σου. Πώς γινόταν, τότε, πάντα το φλουρί να καταλήγει στο δικό μου κομμάτι, ακόμα, να καταλάβω.. Και καθώς μεγάλωνε η οικογένεια και η μικρή μου αδερφή αντιλαμβανόταν, πια, το στοίχημα που έβαζε με την τύχη, τα νομίσματα στην πίτα άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Αισίως φτάνανε τα τρία! Είναι η μαγεία των ημερών αυτή!
Θα μπορούσα να γράψω σελίδες, ίσως ακόμα και βιβλίο για όσα θυμάμαι. Μα αυτές τις μέρες, δεν αρκεί να θυμάσαι, πρέπει να μάθεις και να ελπίζεις σε όσα έρχονται. Πως όσα έρχονται θα είναι καλύτερα. Τα Χριστούγεννα είναι ένα σχολείο ευχών και θαυμάτων. Αυτές τις μέρες όλα γίνονται. Ας κλείσω, λοιπόν, με μια ευχή…“ Άγιε μου Βασίλη, φέτος θέλω να γεμίσεις με χαρά και υγεία όλους τους ανθρώπους του κόσμου… και να δώσεις φαγητό στα παιδάκια που δεν έχουν και από ένα παιχνίδι… και εγώ για μένα θέλω να μου φέρεις εκείνο το φόρεμα που χαζεύω μέρες τώρα!” 🙂 Για σκέψου κι εσύ, τι θυμάσαι και τι εύχεσαι;
(κείμενο: Π. Νανά- επιμέλεια: Α. Βίνος)