Ο Πέτρος ήταν ένα πολύ ζωηρό μικρό αγόρι. Όλοι τον αγαπούσαν: οι γονείς του, οι δάσκαλοι του και οι φίλοι του. Είχε, όμως, μια αδυναμία.
Ποια ήταν αυτή;.. Ο Πέτρος δεν μπορούσε ποτέ να ζήσει τη στιγμή. Δεν είχε μάθει ν’ απολαμβάνει τη διαδικασία της ζωής. Όταν ήταν στο σχολείο ονειρευόταν να ήταν έξω και να έπαιζε. Όταν ήταν έξω και έπαιζε ονειρευόταν τις καλοκαιρινές διακοπές. Ο Πέτρος ονειρευόταν συνεχώς με τα μάτια ανοιχτά, χωρίς να αφιερώνει χρόνο να γευτεί τις ξεχωριστές στιγμές που γέμιζαν τις μέρες του!
Ένα πρωί, ο Πέτρος περπατούσε σε κάποιο δάσος κοντά στο σπίτι του.Κάποια στιγμή κουράστηκε και αποφάσισε να ξεκουραστεί για λίγο ξαπλώνοντας πάνω στη χλόη, τελικά όμως αποκοιμήθηκε. Μόλις λίγα λεπτά αργότερα αφότου είχε πέσει σε βαθύ ύπνο, άκουσε κάποιον να φωνάζει το όνομά του:
“Πέτρο! Πέτρο!” ερχόταν η διαπεραστική φωνή από ψηλά. Ανοίγοντας σιγά σιγά τα μάτια του έμεινε έκπληκτος βλέποντας μια εντυπωσιακή γυναίκα να στέκεται δίπλα του. Θα πρέπει να ήταν μεγαλύτερη από 100 ετών και τα κατάλευκα μαλλιά της έπεφταν αρκετά κάτω από τους ώμους της σαν ένα πλεχτό μάλλινο κάλυμμα. Στο ρυτιδιασμένο χέρι της γυναίκας βρισκόταν μια μικρή μαγική μπάλα με μια τρύπα στο κέντρο, από την οποία κρεμόταν μια μακριά, χρυσή κλωστή.»
“Πέτρο”, του είπε, “αυτό είναι το νήμα της ζωής σου. Αν το τραβήξεις λίγο, η μία ώρα θα περάσει σε δευτερόλεπτα. Αν το τραβήξεις λίγο περισσότερο, ολόκληρες ημέρες θα περάσουν σε λεπτά. Και αν το τραβήξεις με όλη σου τη δύναμη, μήνες – ακόμη και χρόνια – θα περάσουν μέσα σε λίγες ημέρες”. Ο Πέτρος εντυπωσιάστηκε με αυτή την αποκάλυψη.
“Αν μπορώ, θα ήθελα να το έχω”, ζήτησε το παιδί. Η ηλικιωμένη γυναίκα έσκυψε κοντά του και έδωσε την μπάλα με το μαγικό νήμα στο μικρό αγόρι.
Την επόμενη ημέρα ο Πέτρος καθόταν στην τάξη του και ένιωθε ανήσυχος και βαριεστημένος. Ξαφνικά, θυμήθηκε το καινούριο του παιχνίδι. Το πήρε στα χέρια του και τραβώντας λίγο την κλωστούλα βρέθηκε στο σπίτι του να παίζει στον κήπο. Συναισθανόμενος τη δύναμη του μαγικού νήματος,σκέφτηκε πόσο είχε βαρεθεί να είναι σχολιαρόπαιδο και θέλησε να γίνει έφηβος, με όλες τις συγκινήσεις που φέρνει αυτή η φάση της ζωής. Εβγαλε, λοιπόν, και πάλι την μπάλα και τράβηξε τη χρυσή κλωστή δυνατά.
Αμέσως βρέθηκε στην ηλικία της εφηβείας με μια πολύ όμορφη φιλενάδα που την έλεγαν Ελίζα. Όμως και πάλι ο Πέτρος δεν ήταν ευχαριστημένος. Δεν είχε μάθει ποτέ να απολαμβάνει τη στιγμή και να ανακαλύπτει τα μικρά θαύματα που κρύβονται σε κάθε φάση της ζωής. Αντίθετα, ονειρευόταν να γίνει ενήλικος. Έτσι, τράβηξε και πάλι την κλωστή και μονομιάς ολόκληρα χρόνια πέρασαν σε μια στιγμή. Τώρα είχε μεταμορφωθεί σε μεσήλικα. Η Ελίζα ήταν τώρα γυναίκα του και ο Πέτρος περιτριγυριζόταν από παιδιά. Όμως ο Πέτρος παρατήρησε και κατι άλλο.Τα άλλοτε κατάμαυρα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. Και η άλλοτε νεότατη μητέρα του, την οποία υπεραγαπούσε είχε γεράσει και φαινόταν αδύνατη και ασθενική. Και πάλι, όμως, ο Πέτρος δεν μπορούσε να ζήσει τη στιγμή. Δεν είχε μάθει ποτέ να “ζει στο τώρα”.Για μία ακόμη φορά τράβηξε την κλωστή και περίμενε να δει τις αλλαγές.
Τώρα ο Πέτρος ήταν 90 ετών. Τα πυκνά μαύρα του μαλλιά είχαν γίνει κάτασπρα σαν το χιόνι και η Ελίζα, η όμορφη γυναίκα του, είχε γεράσει και είχε πεθάνει λίγα χρόνια πριν. Τα υπέροχα παιδιά του είχαν μεγαλώσει και είχαν εγκαταλείψει το πατρικό τους σπίτι και ζούσαν τις δική τους ζωή. Για πρώτη φορά, σε ολόκληρη τη ζωή του, κατάλαβε ο Πέτρος ότι δεν είχε δώσει στον εαυτό του το χρόνο να αγκαλιάσει τα θαύματα της ζωής. Δεν είχε πάει ποτέ για ψάρεμα με τα παιδιά του ή για έναν περίπατο στο φεγγαρόφωτο με την Ελίζα. Δεν είχε ασχοληθεί ποτέ με τον κήπο και δεν είχε διαβάσει ποτέ τα βιβλία που αγαπούσε η μητέρα του. Αντίθετα, πέρασε βιαστικός από τη ζωή του, χωρίς να γευτεί όλα τα καλά που υπήρχαν στο δρόμο του.
Ο Πέτρος λυπήθηκε πολύ με τη συνειδητοποίησή του. Αποφάσισε να κάνει έναν περίπατο στο δάσος που πήγαινε παιδί, για να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις του και να αναζωογονήσει το πνεύμα του. Μπαίνοντας στο δάσος,παρατήρησε πως τα μικρά δεντράκια των παιδικών του χρόνων είχαν μεταμορφωθεί σε τεράστιες βελανιδιές. Το ίδιο το δάσος είχε μεταμορφωθεί σε φυσικό παράδεισο. Ακούμπησε κάτω σε ένα μικρό καταπράσινο ξέφωτο και τον πήρε ο ύπνος. Μέσα σε ένα λεπτό, άκουσε κάποιον να τον φωνάζει.“Πέτρο! Πέτρο!”, ακουγόταν η φωνή. Κοίταξε ψηλά έκθαμβος για να δει πως δεν ήταν άλλος παρά η ηλικιωμένη γυναίκα που του είχε δώσει την μπάλα με τη μαγική χρυσή κλωστή πολλά χρόνια πριν.
“Πώς σου φάνηκε το δώρο που σου έκανα;” τον ρώτησε. Ο Πέτρος ήταν ευθύς στην απάντησή του. “Στην αρχή ήταν διασκεδαστικό, όμως τώρα το μισώ. Ολόκληρη η ζωή μου πέρασε μπροστά στα μάτια μου χωρίς να έχω την ευκαιρία να την χαρώ.Σίγουρα, θα υπήρχαν κακές όπως και καλές στιγμές, όμως εγώ δεν είχα την ευκαιρία να γευτώ καμία από αυτές. Αισθάνομαι κενός μέσα μου. Έχασα το ΔΩΡΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ”.
“Είσαι πολύ αγνώμων”, είπε η ηλικιωμένη γυναίκα. “Και πάλι όμως θα σου χαρίσω μια τελευταία ευχή”.
O Πέτρος σκέφτηκε για μια στιγμή και στη συνέχεια απάντησε χωρίς δισταγμό. “Θα ήθελα να γυρίσω πίσω, να ξαναγίνω σχολιαρόπαιδο και να ζήσω τη ζωή μου ξανά”. Αμέσως μετά ξαναγύρισε στο βαθύ ύπνο του.
Άκουσε, όμως, και πάλι κάποιον να τον καλεί και άνοιξε τα μάτια του.“Ποιος θα μπορούσε να είναι αυτή τη φορά;” αναρωτήθηκε. Ανοίγοντας τα μάτια του ένιωσε απίστευτη χαρά βλέποντας τη μητέρα του να στέκεται δίπλα στο κρεβάτι του. Φαινόταν νέα, υγιής και ακτινοβολούσα. Ο Πέτρος κατάλαβε ότι η ηλικιωμένη γυναίκα του δάσους είχε κρατήσει το λόγο της και τον είχε επιστρέψει ξανά στην προηγούμενη ζωή του.
“Βιάσου Πέτρο. Παρακοιμήθηκες. Τα όνειρά σου θα σε κάνουν να καθυστερήσεις στο σχολείο σου, αν δεν σηκωθείς αυτή τη στιγμή”, τον προειδοποιούσε η φωνή της μητέρας του. Είναι περιττό να πω ότι ο Πέτρος πετάχτηκε από το κρεβάτι του εκείνο το πρωί και άρχισε να ζει όπως ακριβώς είχε ευχηθεί. Συνέχισε τη ζωή του, η οποία από τότε και στο εξής ήταν πλήρης και γεμάτη με θαύματα, χαρές και θριάμβους, όμως όλα ξεκίνησαν τη στιγμή που έπαψε να θυσιάζει το παρόν για το μέλλον και ξεκίνησε να ζει τη στιγμή!
‘The Monk Who Sold His Ferrari’ by Robin Sharma