Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια χώρα πολύ μακρινή, που όμως όλοι γνωρίζουμε, ήταν ένα κοριτσάκι που δεν έβρισκε ποτέ τις λέξεις για να πει αυτό που αισθανόταν. Κάθε φορά που προσπαθούσε να εκφραστεί, να μεταφράσει αυτό που συνέβαινε μέσα της, ένιωθε κάτι σαν κενό. Οι λέξεις έτρεχαν πιο γρήγορα από τις σκέψεις της. Ήταν σαν να σπρώχνονταν μέσα στο στόμα της, χωρίς όμως να καταφέρνουν να συνδυαστούν για να φτιάξουν μια πρόταση κι εκείνη αισθανόταν να πνίγεται.
Τέτοιες στιγμές, το κορίτσι γινόταν επιθετικό, βίαιο, σχεδόν κακό. Κι από το στόμα του τελικά έβγαιναν φράσεις κλισέ, κοφτές, κακούργες. Του χρησίμευαν μόνο και μόνο για να κόψουν απότομα τη σχέση που θα μπορούσε να αρχίσει.
“Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορείς να καταλάβεις.”
“Τι νόημα έχει να δίνουμε όνομα στα πράγματα;”
“Είναι ανόητο να πιστεύεις ότι πρέπει να τα λέμε όλα.”
Άλλοτε, προτιμούσε να κλείνεται στη σιωπή, μ’ αυτό το οδυνηρό συναίσθημα ότι έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν μπορούσε να ξέρει πώς αισθάνεται, ότι ποτέ δεν θα κατάφερνε να επικοινωνήσει σε αυτό το επίπεδο. Ότι οι λέξεις ήταν απλά λόγια, χωρίς συναίσθημα.
Όμως, βαθιά μέσα της ήταν δυστυχισμένη, απελπισμένη, ζούσε ένα πραγματικό βασανιστήριο κάθε φορά που προσπαθούσε να μοιραστεί κάτι με τους άλλους.
Κάποια μέρα άκουσε στο ραδιόφωνο έναν ποιητή που έλεγε:
“Μέσα σε κάθε άνθρωπο υπάρχει ένας Δρόμος των Λέξεων, που μόνο ο καθένας μόνος του μπορεί να τον ανακαλύψει.”
Της άρεσε αυτό κι έτσι ξεκίνησε για αυτό το αλλόκοτο ταξίδι.
Την πρώτη φορά που βγήκε στον άγνωστο Δρόμο των Λέξεων, δεν είδε τίποτα. Μόνο πέτρες, βράχους, κλαδιά, τσουκνίδες και λίγα λουλούδια με αγκάθια. Οι λέξεις του Δρόμου των Λέξεων έμοιαζαν να κρύβονται, να αποφεύγουν το κοριτσάκι.
Τη δεύτερη φορά που πήρε το Δρόμο των Λέξεων, η πρώτη λέξη που είδε στην πλαγιά δίπλα στο δρόμο ήταν η λέξη “Τολμώ”. Όταν πλησίασε, η λέξη αυτή τόλμησε να του μιλήσει. Του είπε με μια φωνή εξουθενωμένη:
“Θέλεις να με σπρώξεις λίγο πιο ψηλά στην πλαγιά;”
Το κοριτσάκι απάντησε:
“Νομίζω πως θα σε πάρω μαζί μου και θα σε πάω πολύ μακριά στη ζωή μου.”
Κάποια άλλη φορά πάλι, ανακάλυψε ότι οι λέξεις ήταν σα σημάδια στην άκρη αυτού του δρόμου και ότι η καθεμιά είχε διαφορετικό σχήμα και ιδιαίτερο νόημα.
Η δεύτερη λέξη που συνάντησε ήταν η λέξη “Ζωή”. Τη μάζεψε και την κόλλησε στο αυτί του. Στην αρχή, δεν άκουγε τίποτα. Μετά, κρατώντας την αναπνοή του, άκουσε κάτι σαν μικρό ψίθυρο:
“Είμαι μέσα σου, είμαι μέσα σου.”
Κι ύστερα, ακόμα πιο σιγά: “Φρόντισέ με. Αγάπησέ με.” Αυτό το τελευταίο, όμως, το κοριτσάκι δεν ήταν πολύ σίγουρο ότι το άκουσε.
Λίγο πιο κάτω στο Δρόμο των Λέξεων βρήκε μια λεξούλα ολομόναχη, κουλουριασμένη, που έτρεμε, σαν να κρύωνε. Φαινόταν πραγματικά δυστυχισμένη η λέξη εκείνη. Το κοριτσάκι την περιμάζεψε, τη ζέστανε λιγάκι στα χέρια του, την έφερε κοντά στην καρδιά του κι άκουσε μια μεγάλη σιωπή. Τη χάιδεψε και της είπε τρυφερά:
“Εσένα πώς σε λένε;”
Κι η λεξούλα που είχε περιμαζέψει είπε με πνιχτή φωνή:
“Εγώ είμαι η λέξη “Μόνη”. Είμαι πραγματικά ολομόναχη. Είμαι χαμένη, κανείς δεν ενδιαφέρεται για μένα ούτε ασχολείται μαζί μου.”
Το κοριτσάκι έσφιξε τη λεξούλα στην αγκαλιά του, τη φίλησε γλυκά και συνέχισε το δρόμο του μαζί της.
Κοντά σε ένα χαντάκι, στο Δρόμο των Λέξεων, είδε μια λέξη γονατιστή, με τεντωμένα χέρια. Σταμάτησε, την κοίταξε και τότε η λέξη του μίλησε:
“Με λένε “Εσύ”. Είμαι μια λέξη πολύ παλιά αλλά δυσεύρετη, γιατί πρέπει αδιάκοπα να με ξεχωρίζουν από τις άλλες.”
Το κοριτσάκι τη μάζεψε λέγοντας: “Θέλω να σε υιοθετήσω, “εσύ”, θα είσαι καλός σύντροφος για μένα.”
Βρήκε και άλλες λέξεις στο Δρόμο των Λέξεων, όμως τις άφησε στη θέση τους. Έψαχνε μια λέξη γεμάτη χαρά, γεμάτη ζωντάνια. Μια λέξη που να μπορεί να λαμπυρίζει μέσα στη νύχτα των περιπλανήσεων και της σιωπής.
Τη βρήκε σε ένα μικρό ξέφωτο, στο βάθος. Ήταν ξαπλωμένη φαρδιά- πλατιά, φαινόταν ξεκούραστη, τα μάτια της ορθάνοιχτα. Έμοιαζε σαν μια λέξη πανευτυχή που βρισκόταν εκεί. Την πλησίασε, της χαμογέλασε και της είπε:
“Αληθινά, εσένα έψαχνα, χάρηκα πάρα πολύ που σε βρήκα! Θέλεις να έρθεις μαζί μου;”
Η λέξη απάντησε:
“Και βέβαια, κι εγώ σε περίμενα…”
Η λέξη αυτή που βρήκε ήταν η λέξη “Ζω”.
Όταν συγκέντρωσε όλες τις λέξεις που είχε μαζέψει στον Δρόμο των Λέξεων, ανακάλυψε με μεγάλη του έκπληξη ότι μπορούσαν να σχηματίσουν την φράση:
“Τόλμησε τη ζωή σου, μόνο εσύ θα τη ζήσεις.”
Την επανέλαβε πιο αργά, να τη νιώσει βαθιά μέσα του, να την ακούσει με όλες του τις αισθήσεις, να τη δει γραμμένη με τα μάτια της καρδιάς:
“Τόλμησε τη ζωή σου, μόνο εσύ θα τη ζήσεις.”
Από τότε, το κοριτσάκι συνήθιζε να πηγαίνει βόλτα στον Δρόμο των Λέξεων. Ανακάλυψε έτσι θαυμαστά πράγματα, και όσοι το γνώριζαν εξεπλάγησαν πολύ ακούγοντας πόσα έκρυβε μέσα του, πόσο πλούτο είχε μέσα του ένα πολύ σιωπηλό κοριτσάκι.
Vassiliki
♠ Ένα παραμύθι ξυπνάει δυνάμεις που δεν υποψιαζόμαστε. Συνδέει δονήσεις που ψάχνονται από καιρό ή που χάθηκαν ακόμα πιο παλιά. Όλες αυτές οι δονήσεις, αν ενωθούν, θα δημιουργήσουν μια ενέργεια και, καμιά φορά, έναν δρόμο για να πετύχουμε τα, φαινομενικά, ακατόρθωτα. ♣
Vassiliki – Vassia Manika
NLP Wellbeing Expert & Trainer Human Becoming